- κατατρεγμός
- οκαταδίωξη, καταφορά: Ποτέ μου δεν είδα τέτοιο κατατρεγμό της τύχης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατατρεγμός — ο [κατατρέχω] (κυριολ. και μτφ.) καταδίωξη, καταφορά, διωγμός, εναντίωση («κατατρεγμός τής μοίρας») … Dictionary of Greek
δίωξη — Η διενέργεια ανακριτικών πράξεων εναντίον ενός προσώπου. Στη νομική έννοια της δ., διακρίνουμε την ποινική και την πειθαρχική. ποινική δ.Αφορά τους δράστες των παραβάσεων των ποινικών νόμων. Ασκείται στο όνομα της πολιτείας από τον εισαγγελέα των … Dictionary of Greek
διωγμός — ο (AM διωγμός) [διώκω] 1. καταδίωξη 2. καταδίωξη που αποβλέπει σε εξόντωση, κατατρεγμός («οι διωγμοί τών Αρμενίων, τών Εβραίων κ.λπ.», «οἱ διωγμοὶ τῶν Χριστιανῶν») 3. αποπομπή αρχ. κυνήγι … Dictionary of Greek
δίωξη — η 1. καταδίωξη, κυνηγητό, κατατρεγμός. 2. (νομ.), το σύνολο των δικαστικών ενεργειών εναντίον εκείνου που διέπραξε αδίκημα: Ο εισαγγελέας άσκησε αυτεπάγγελτη δίωξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διωγμός — ο καταδίωξη με σκοπό την εξόντωση, κατατρεγμός, αποπομπή: Διωγμός των χριστιανών. – Διωγμός των αντιφρονούντων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διώξιμο — το αποπομπή, κατατρεγμός, εκδίωξη: Μου είπε ότι τον έχουν για διώξιμο από τη δουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταδρομή — η 1.επιδρομή, έφοδος, εχθρική εισβολή: Αποκρούστηκε η πρώτη καταδρομή. 2. δυσμένεια, κατατρεγμός: Έχει την καταδρομή της τύχης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)